- καραμανλήδικος
- -η, -ο(Μ καραμανλίδικος, -η, -ο(ν) [Καραμανλής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους καραμανλήδες2. φρ. «καραμανλήδικη γραφή ή, απλώς, «καραμανλήδικα» — η γραφή που χρησιμοποιούσαν οι τουρκόφωνοι Έλληνες τής Καραμανίας, δηλαδή η ελληνική γραφή με την οποία έγραφαν την τουρκική γλώσσα.
Dictionary of Greek. 2013.